θαμβῶ — θαμβέω to be astounded pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαμβέω to be astounded pres ind act 1st sg (attic epic doric) θαμβός astonished masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβημα — θάμβημα, το (Α) [θαμβώ] αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο … Dictionary of Greek
θάμβησις — θάμβησις, ή (Α) [θαμβώ]·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη 2. έκπληξη 3. φόβος … Dictionary of Greek
θάμβωμα — το [θαμβώ] βλ. θάμπωμα … Dictionary of Greek
θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) … Dictionary of Greek
θαμβητός — θαμβητός, ή, όν (Α) [θαμβώ] εκπληκτικός, καταπληκτικός … Dictionary of Greek
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek