θαμβώ

θαμβώ
(I)
θαμβῶ, -έω (Α) [θάμβος]
1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.)
2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, -η, -ον
έκπληκτος, σαστισμένος.
————————
(II)
-όω [θαμβός]
βλ. θαμπώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαμβῶ — θαμβέω to be astounded pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαμβέω to be astounded pres ind act 1st sg (attic epic doric) θαμβός astonished masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμβημα — θάμβημα, το (Α) [θαμβώ] αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο …   Dictionary of Greek

  • θάμβησις — θάμβησις, ή (Α) [θαμβώ]·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη 2. έκπληξη 3. φόβος …   Dictionary of Greek

  • θάμβωμα — το [θαμβώ] βλ. θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

  • θαμβητός — θαμβητός, ή, όν (Α) [θαμβώ] εκπληκτικός, καταπληκτικός …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”